υπερχοληστεριναιμία

υπερχοληστεριναιμία
η, Ν
ιατρ. αυξημένη, πάνω από το κανονικό, ποσότητα χοληστερίνης που κυκλοφορεί στο αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypercholesterolemia < hyper- (< υπερ-*) + cholesterolemia (βλ. χοληστεριναιμία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξάνθωμα — Οξείδιο ή πλάκα κίτρινου χρώματος που σχηματίζεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό του κεφαλιού και στους τένοντες. Αποτελείται από μακροφάγα κύτταρα, γεμάτα λιποειδή σώματα (χοληστερίνη) και μπορεί να είναι μεμονωμένο, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • χοληστεριναιμία — η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. υπερχοληστεριναιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοληστερίνη + αιμία (< αιμος < αίμα), πρβλ. λευχ αιμία] …   Dictionary of Greek

  • χοληστερολαιμία — η, Ν ιατρ. υπερχοληστεριναιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholesterolemia < cholesterol (βλ. χοληστερόλη) + emia (< αιμία < αιμος < αίμα)] …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντσταϊν, Τζόζεφ — (Joseph Goldstein, Νότια Καρολίνα 1940 –). Αμερικανός χημικός και γενετιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Ντάλας, όπου και έγινε καθηγητής. Εργάστηκε στο γενικό νοσοκομείο της Μασαχουσέτης …   Dictionary of Greek

  • λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”